Παναγία Φανερωμένη Νέα Σκιώνη

Το ξωκλήσι της Παναγίας Φανερωμένης στη Νέα Σκιώνη, βρίσκεται 2 χιλιόμετρα ανατολικά του χωριού στη θέση της αρχαίας Σκιώνης. Είναι χτισμένο ακριβώς στην όχθη και φιλοξενεί θαυμάσιες τοιχογραφίες του 16ου αιώνα μ.Χ.

Το εκκλησάκι, καθώς και η γύρω περιοχή ανήκε στη Μονή Φλαμουρίου, στη Θεσσαλία. Όταν η Θεσσαλία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους, το 1881 μ.Χ., παραχωρήθηκε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην οποία ανήκει μέχρι σήμερα. Πανηγυρίζει στα εννιάμερα της Παναγίας, δηλαδή την 23η Αυγούστου

Στο ναό φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας ζωγραφισμένη σε όρθια μαρμάρινη βάση αγάλματος. Η παράδοση για το ξωκλήσι λέει ότι ένας χωρικός της περιοχής είδε ένα φως στη θάλασσα να πλησιάζει στην ακτή. Νομίζοντας ότι πρόκειται για πειρατικό καράβι, επέστρεψε στο χωριό να ειδοποιήσει τους συγχωριανούς του. Το πρωί, όταν το φως έφτασε στην ακτή, είδαν ότι ήταν ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο, με την Παναγία ζωγραφισμένη πάνω του, που επέπλεε στη θάλασσα. Οι χωριανοί εντυπωσιάστηκαν από το θαύμα και ζήτησαν από τον Τούρκο μπέη της περιοχής να τους επιτρέψει να χτίσουν ένα εκκλησάκι για να στεγάσουν την εικόνα. Αυτός όμως αρνήθηκε, έριξε κάτω την εικόνα και άρχισε να την ποδοπατά. Η εικόνα έγινε ξαφνικά μαλακή σαν πηλός και παγίδεψε τα πόδια του μπέη, μη αφήνοντάς τον να ξεφύγει. Τότε ο μπέης μετάνιωσε, και ζητώντας συγνώμη επέτρεψε να χτιστεί το εκκλησάκι αυτό.

Πρόκειται για «δρομικό» ναό εξωτερικών διαστάσεων 14,5X6,5 μ., ο οποίος απολήγει στην ανατολική πλευρά σε μεγάλη ημικυκλική κόγχη και στην δυτική έχει έναν ευρύχωρο νάρθηκα. Η στέγασή του γινόταν με κεραμοσκεπή ξύλινη στέγη, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αντικαταστάθηκε (εντελώς αδόκιμα) από δίρριχτη πλάκα μπετόν, τοποθετημένη μισό μέτρο ψηλότερα. Η νέα στέγη στηρίχτηκε σε υποστυλώματα επίσης από μπετόν, τα οποία περιβάλλουν εξωτερικά τον ναό και είναι σε επαφή με την τοιχοποιία του. Η επέμβαση αυτή, πού είναι πολύ δύσκολο να διορθωθεί, είχε αποτέλεσμα όχι μόνον την αλλοίωση της μορφής του ναού αλλά και την πρόκληση σημαντικών φθορών στις τοιχογραφίες που διέσωσαν οι αιώνες στο εσωτερικό του.

Ο ναός είναι λιθόκτιστος και στην τοιχοδομία του διακρίνονταν (πριν από την επίχριση της) μεγάλοι γωνιόλιθοι προερχόμενοι από αρχαιότερα κτήρια. Η μεγάλη και ισχυρή κόγχη, πάχους 1,25 μ., οι παλαιότερες οικοδομικές φάσεις που εντοπίσθηκαν κάτω από το σημερινό δάπεδο του ναού με δοκιμαστικές τομές των Αρχαιολόγων, και οι τοιχοποιίες που αποκαλύπτει το κύμα, αραιά και που, στην ακτή δίπλα στον ναό, δηλώνουν ότι το σημερινό κτίσμα κατέλαβε την θέση κάποιου άγνωστου ερειπωμένου παλαιοχριστιανικού ναού.

Το εσωτερικό του ναού ήταν γεμάτο με τοιχογραφίες, από τις οποίες σώζεται, ακόμη, ένα σημαντικό τμήμα. Εξαιτίας της καταστροφή του 1821 ελάχιστοι είναι πλέον οι τοιχογραφημένοι ναοί της Χαλκιδικής. Στην Παναγία Φανερωμένη διατηρείται το μεγαλύτερο ποσοστό τοιχογραφιών, σε σχέση με το αρχικό σύνολο, για αυτό και η σημασία του μνημείου είναι μεγάλη για την μελέτη της εκκλησιαστικής ζωγραφικής στην Χαλκιδική κατά τούς προεπαναστατικούς χρόνους.

Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι η εικόνα κλαίει πριν συμβεί κάτι κακό στη χώρα. Λέγεται ότι η εικόνα δάκρυσε πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο πριν γίνει η εισβολή της Κύπρου, ακόμη και πρόσφατα, όταν δημιουργήθηκε το θέμα με το όνομα των Σκοπιων.

Οι τοιχογραφίες της Φανερωμένης φαίνεται να είναι έργο ενός «λαϊκότροπου» ζωγράφου του τέλους του 16ου αιώνος, ο οποίος ακολουθεί την «παραδοσιακή» ζωγραφική της εποχής του, χωρίς όμως να αρνείται και κάποια καλλιτεχνικά δάνεια από τους μεγάλους διδασκάλους της κρητικής σχολής και της σχολής της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η αποσπασματική διατήρηση όμως των τοιχογραφιών δεν μας επιτρέπει να μορφώσουμε βεβαία άποψη για τις δυνατότητες και τις εμπειρίες του άγνωστου αυτού ζωγράφου. Η συγκριτική μελέτη των τοιχογραφιών δεν αποκλείεται να μας δείξει ότι ο ζωγράφος της Φανερωμένης τοιχογράφησε και άλλους ναούς της Χαλκιδικής.

Η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης που βρίσκεται στο εικονοστάσιο του ναού έχει καταστραφεί σχεδόν εξ ολοκλήρου. Ήταν ζωγραφισμένη με την τεχνική της νωπογραφίας («φρέσκο»), όπως και οι τοιχογραφίες του ναού, στο επίχρισμα που κάλυπτε την επιφάνεια μιας βάσης αρχαίου αγάλματος που στήθηκε όρθια, μπηγμένη στη γη. Με το πέρασμα των αιώνων και τις επεμβάσεις των πιστών, το επίχρισμα και η τοιχογραφία εξαφανίστηκαν, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθούν οι υποδοχές των ποδιών του αρχαίου χάλκινου συμπλέγματος που στηριζόταν στην βάση, όταν αυτή βρισκόταν στην θέση της. Η αποκάλυψη έγινε αρκετά νωρίς, ώστε να δημιουργηθεί η χαριτωμένη λαϊκή ερμηνεία για τις πατημασιές του τούρκου που προσπαθούσε να βυθίσει το επιπλέον στην θάλασσα μάρμαρο-εικόνα, πατώντας πάνω του.

Εκτός από το μάρμαρο που αναφέραμε, στο ναό υπάρχει εντοιχισμένο και ένα άλλο ενδιαφέρον αρχαίο λείψανο- πρόκειται για επιτύμβιο μνημείο του 2ου η του 3ου αιώνα μ. X., που είχε τοποθετηθεί στον τάφο ενός παιδιού, του Μάρκου Ιουλίου. Σύμφωνα με την, δυσανάγνωστη, επιγραφή που είναι χαραγμένη στο μάρμαρο, ο τάφος κατασκευάστηκε από κάποιον ιερέα(;) που ονομαζόταν Μάρκος Ιούλιος Φήλιξ, για να ταφεί σ’ αυτόν ο (εγγονός του;) Μάρκος Ιούλιος με την παραμάνα του. Στον ίδιο τάφο προγραμμάτιζε να ταφεί και ο παππούς. Η επιγραφή κλείνει με ένα εξάστιχο ποίημα με το οποίο ο παππούς θρηνεί τον χαμό τού νεαρού εγγονού του(;). Τα δύο μάρμαρα, θα πρέπει να θεωρήσουμε βέβαιο ότι προέρχονται από την γειτονική αρχαία Σκιώνη.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη μας τον ναό της Φανερωμένης ως ένα σύνολο, μπορούμε να πούμε ότι σ’ αυτόν περικλείεται και μ’ αυτόν εμφανίζεται Ιστορία του τόπου διαρκείας δύο χιλιάδων ετών.