Ναός Εισοδίων της Θεοτόκου Καλάνδρας (Παναγία Πλασταριώτισσα)

Η εκκλησία της Παναγίας της Πλασταριώτισσας βρίσκεται στον κάμπο της Καλάνδρας, μεταξύ τον παραπάνω χωριού και του χωριού Φούρκα, σε μία απόσταση 1,5 χλμ. από την Καλάνδρα. Γύρω της σε μικρή απόσταση υπάρχουν τα προσκυνητάρια του Αγίου Χριστόφορου, του Αγίου Νικολάου (παλιονικόλας), του Αγίου Μιχαήλ Σινάδ και η εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Νοτιοδυτικά η περιοχή ονομάζεται “Xιλαντάρ(ι)νή”. Βορειοδυτικά της βρίσκεται το “Κστό” (από τον Άγιο Χριστόφορο προφανώς}. Ανατολικά ονομάζεται Καρακατσούδια.

Η εκκλησία για τον μελετητή είναι ένας μικρός γρίφος. Ελάχιστα τα στοιχεία που υπάρχουν γι’ αυτή, μικρή η βιβλιογραφία. Εξ άλλου δεν υπάρχουν προσβάσεις σε χειρόγραφα του Αγίου Όρους πράγμα που θα ήταν χρήσιμο, εφ όσον σχεδόν όλη η Χαλκιδική ήταν ένα Αγιορείτικο Μετόχι.

Από τις κτητορικές επιγραφές έμεινε μία στην εκκλησία που δίνει ένα όνομα και μία χρονολογία Τα ιστορικά στοιχεία που διακρίνει κανείς στις διηγήσεις των κατοίκων της Καλάνδρας μπλέκονται με αυτά του μύθου και η χρονολογική ταξινόμηση των γεγονότων παραμένει ευχή.

Η Παναγία η Πλασταριώτισσα είναι μια μικρή ξυλόστεγη βασιλική, μονόκλιτη με στέγη δίρριχτη, στην παρειά ενός λοφίσκου και η εκκλησία απλώνεται σε δύο επίπεδα από την Δύση προς την Ανατολή, ενώ με ξύλινα υποστηρίγματα γίνεται προσπάθεια να χωρισθεί σε 3 κλίτη.

Υπάρχουν 2 είσοδοι: η μία βρίσκεται στη Δυτική και η άλλη στη Νότια πλευρά. Δεν υπάρχει κανένα άλλο άνοιγμα εκτός από το παραθυράκι στην κόγχη του ιερού.

Εξωτερικά το μόνο που θυμίζει εκκλησία είναι ένας λιγνός σταυρός στη σκεπή. Το κτίσμα από αργολιθοδομή (σοβαντισμένη τώρα) είναι φτωχό. Μπαίνοντας από τη νότια είσοδο στο δεξί μας χέρι υπάρχει μια κτητορική επιγραφή. Εκτός από αυτήν υπάρχει και άλλη επιγραφή δίπλα στην δυτική θύρα σε 8 σειρές που σήμερα διακρίνονται μόνα τα γράμματα… ΡΟΜΗ… (συνδρομή;) στη πέμπτη σειρά και στην όγδοη πιθανότατα τμήμα της χρονολογίας.

Άλλωστε εκτός από τα χαραγμένα ονόματα, υπάρχουν και χρονολογίες στους τοίχους της εκκλησίας, όπως π.χ. «Εκτίσθη το 1619» ή «278 ετών η εκκλησία εις το 1897».

Είναι φανερό λοιπόν ότι η εκκλησία χτίστηκε και ζωγραφίστηκε το πρώτο τέταρτο του 17ου αιώνα και μάλιστα η ιστορία, η ιστόρηση, το εικονογραφικό δηλαδή πρόγραμμα έγινε με έξοδα του Ιωάννη Σαβατηανού και της οικογένειάς του. Στο χωριό Καλάνδρα απ’ ότι θυμούνται οι παλαιοί Καλανδρινοί οικογένεια Σαβατηανού δεν υπήρξε, ούτε στα γύρω χωριά. Οι μνήμες φτάνουν 4-5 γενεές πίσω. Ο Ιωάννης Σαβατηανός, εύπορος – Χαλκιδικιώτης μάλλον- των αρχών του 17ου αιώνα, και η οικογένειά του ίσως να έσβησαν στο μεγάλο “χαλασμό” του 1821, τότε που εξανδραποδίστηκαν ολόκληρες φαμίλιες. Ωστόσο 2 αιώνες πριν η Κασσάνδρα ήταν μια πλούσια και γι’ αυτό πολυπληθής σχετικά με την έκτασή της περιοχή.

Η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους κατείχε μεγάλο μέρος της Κασσάνδρας πριν από την άλωση, το οποίο μεγάλωσε ακόμη περισσότερο μετά την άλωση, ενώ η περιοχή απολάμβανε των προνομίων που είχε το Άγιο Όρος.

Φαίνεται πως μέχρι το 1624 η Κασσάνδρα ήταν αρχιεπισκοπή, τουλάχιστον για μια 20ετία, γιατί ο Κύριλλος Λούκαρης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το 1624, εξέδωσε Συνοδικό γράμμα που έκανε την Κασσάνδρα από αρχιεπισκοπή, επισκοπή της Θεσσαλονίκης.

Αν μάλιστα συνδυάσουμε το ότι η ένταξη της Κασσάνδρας υπό τον της Θεσσαλονίκης, ως επισκοπή, η μετατροπή της κατόπιν σε αρχιεπισκοπή και τανάπαλιν είναι μία ιστορία που επαναλαμβάνεται για οικονομικά οφέλη, συμπεραίνουμε ότι η Κασσάνδρα ήταν πλούσια περιοχή, ή τουλάχιστον πλούσια αρκετά ώστε να κτίζονται και να εικονογραφούνται ναοί όπως αυτός της Παναγίας του Πλασταρά. Άλλοι τέσσερεις ναοί με τοιχογραφίες σώζονται στην Κασσάνδρα. Αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Κασσάνδρας είχαν εκτός από ανώτερο βιοτικό επίπεδο και πολιτιστικό που τους το προσέφερε τόσον η συχνή επαφή τους με αγιορείτες μοναχούς, όσο και η καταγωγή τους από Κωνσταντινοπολίτες διωγμένους μετά την άλωση, από Ηπειρώτες και Αγραφιώτες, όσο και η στενή επαφή τους με τα νησιά του Αιγαίου.

Οι επιρροές από την Ηπειρώτικη και Αγραφιώτικη καταγωγή υπήρχαν. Τρία αγροκτήματα, του Αγίου Διονυσίου στην Βάλτα(Κασσάνδρεια) του Αγίου Γεωργίου στην Καλάνδρα και της Παναγίας Φανερωμένης στη Νέα Σκιώνη ανήκαν στην Ιερά Μονή Φλαμουρίου της Θεσσαλίας ως το 1881.

Τις παραπάνω επιρροές ενίσχυαν και τα σινάφια των Ηπειρωτών μαστόρων “των Αρβανιτάδων” όπως τους λέγανε οι ντόπιοι Καλανδρινοί, που έρχονταν με τα μουλάρια τους, τα εργαλεία τους, τις οικογένειες τους, συνήθεια που έμεινε μέχρι την κατοχή. Αυτοί, απ’ όσο θυμούνται οι Καλανδρινοί ήταν κτιστάδες. Αλλά “από παλιά” μου είπαν ερχόντουσαν οι κτιστάδες και κτίζανε σπίτια και εκκλησιές, γιατί ήτανε τεχνίτες πραγματικοί. Πολλοί μάλιστα εγκαταστάθηκαν στη Κασσάνδρα.

Βέβαια η εκκλησία που εξετάζουμε δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες αρχιτεκτονικές αρετές και η απλότητά της θα ξένιζε εφ’ όσον κτίσθηκε σε μια τόσο πλούσια για την περιοχή εποχή, αν δεν ξέραμε πώς οι Τούρκοι απαγόρευαν το κτίσιμο ψηλών τρουλλαίων εκκλησιών ακόμα και σε περιοχές προνομίων.

Το μόνο διακριτικό ήταν ο ξύλινος ή σιδερένιος σταυρός, ενώ τα κτίρια ήταν φτωχικά με ξύλινη στέγη. Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με τους κατοίκους της Καλάνδρας που μας μίλησαν η εκκλησία που εξετάζουμε ήταν το καθολικό του χωριού Καλάνδρα που πρώτα βρίσκονταν στου “Πλασταρά”, όμως για τον φόβο των πειρατών (στο δυτικό τοίχο της εκκλησίας χαραγμένα ιστιοφόρα και ένοπλοι άνδρες) μεταφέρθηκε στην απέναντι πλαγιά ώστε να μη φαίνεται από τη θάλασσα

Είναι σκόπιμο να αναφέρουμε ότι τα παράλια της Χαλκιδικής, στο δρόμο για την Θεσσαλονίκη, υπέφεραν από πειρατικές επιδρομές, ότι Μουσουλμάνοι και Ιωαννίτες πειρατές δρούσαν ενάμιση αιώνα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης στην περιοχή και ότι ο μεγαλύτερος πειρατής Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα έδρασε στα μέσα του 16ου αιώνα. Οι ίδιοι βέβαια δεν έχουν ακούσει να υπήρχε μετόχι του Χιλανδαρίου εκεί. Από την άλλη μεριά ο Ιωακείμ Παπάγγελος έχει “τη γνώμη ότι η Παναγία” ήταν μετοχιακός ναός της I. Μονής Χελανδαρίου του Αγίου Όρους, για τους εξής λόγους :

  1. Νοτίως της “Παναγίας” και πολύ κοντά, υπάρχει περιοχή με το τοπωνύμιο “Χιλανταρινή” (η).
  2. Ο ναός τιμάται στα “Εισόδια της Θεοτόκου”, όπως και το καθολικό του Χελανταρίου.
  3. Μέχρι πρόσφατα υπήρχε Χελανδαρινή μετοχιακή ιδιοκτησία στην περιοχή μεταξύ Φούρκας και Καλάνδρας. Το μετόχι αυτό το είχε η Μονή Χελανδαρίου από τις αρχές του 14ου αιώνα.

Από τα στοιχεία που έχουμε μέχρι τώρα, δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί και πότε έχασε η Μονή την κυριότητα του ναού της “Παναγίας”. Ο ίδιος θεωρεί σκόπιμο να επισημάνουμε την ομοιότητα των λέξεων “Καλανδρέου” (που αναφέρεται σε έγγραφο κυριότητας της ιεράς μονής Χελανδαρίου) και “Καλάνδρα”.

Μπορεί όντως το χωριό να ανήκε εξ ολοκλήρου στην Μονή Χελανδαρίου, φαινόμενο που συναντάται επί Τουρκοκρατίας και να είχε ως καθολικό την εκκλησία της Παναγίας, ενώ κατόπιν μεταφέρθηκε στο απέναντι ύψωμα. Υπάρχει και η περίπτωση η εκκλησία να μην ήταν μετοχική, αλλά η Μ. Χελανδαρίου να κατείχε μεγάλες εκτάσεις γύρω της και γύρω από το χωριό και έτσι όταν αυτό μεταφέρθηκε να αγοράστηκαν από την Μονή αυτές οι εκτάσεις. Η εκκλησία πιθανότατα να γιόρταζε την ίδια μέρα με το καθολικό της Μ. Χελανδαρίου, γιατί οι σχέσεις Καλάνδρας και Μ. Χελανδαρίου ήταν στενές, εφ’ όσον η μονή είχε ούτως ή άλλως μετόχι στη περιοχή.

Βέβαια ένα πρόβλημα που δεν κάνει πιστευτά τα λόγια των Καλανδρινών είναι η απουσία ερειπίων ή έστω κάποιων ιχνών δόμησης οικισμού στου ’Πλασταρά”.